Ο όρος 'be like' παραπέμπει στον όρο 'like'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'be like' is cross-referenced with 'like'. It is in one or more of the lines below.
Κύριες μεταφράσεις |
like [sb]⇒ vtr | (find personable) | μου αρέσει, μ' αρέσει αντων + ρ μ |
| | αρέσει κάποιος σε κάποιον |
| (καθομιλουμένη, αργκό) | πάω, γουστάρω ρ μ |
| | συμπαθώ ρ μ |
Σχόλιο: Η σύνταξη του ρήματος "αρέσω" είναι αντίστροφη αυτής του ρήματος like. Δηλαδή, το υποκείμενο του like είναι αντικείμενο του αρέσω και το αντικείμενο του like είναι υποκείμενο του αρέσω, π.χ. I like George - Ο George αρέσει σε μένα ή Μου αρέσει ο George |
| I like him. He seems like a good guy. |
| Μου αρέσει. Φαίνεται καλός άνθρωπος. |
| Τον πάω (or: γουστάρω). Φαίνεται εντάξει τύπος. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τον συμπαθώ. Είναι καλό παιδί. |
like [sb] vtr | (be romantically attracted to) | μου αρέσει, μ' αρέσει αντων + ρ μ |
| | αρέσει κάποιος σε κάποιον |
| (καθομιλουμένη, αργκό) | γουστάρω ρ μ |
| He really likes her a lot. |
| Του αρέσει πραγματικά πολύ. |
| Τη γουστάρει στ' αλήθεια. |
like [sth]⇒ vtr | (consider good) | μου αρέσει, μ' αρέσει αντων + ρ μ |
| | αρέσει κάτι σε κάποιον |
Σχόλιο: Βλ. παραπάνω |
| I like that idea. Let's suggest it to the boss. |
| Μ' αρέσει αυτή η ιδέα. Ας την προτείνουμε στο αφεντικό. |
like [sth] vtr | (be fond of) | μου αρέσει, μ' αρέσει αντων + ρ μ |
| | αρέσει κάτι σε κάποιον |
| Do you like pizza? |
| Σου αρέσει η πίτσα; |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στον αδερφό μου δεν αρέσει η πίτσα. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Του αδερφού μου, δεν του αρέσει η πίτσα. |
like [sth], like [sb]⇒ vtr | (desire, prefer) | θέλω, προτιμώ ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | μου αρέσει, μ' αρέσει αντών + ρ μ |
| (αργκό) | γουστάρω ρ μ |
Σχόλιο: Βλ. παραπάνω |
| You can do what you like till I get home, then we are cleaning the house. |
| Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις (or: προτιμάς) μέχρι να γυρίσω σπίτι. Μετά θα καθαρίσουμε. |
| Μπορείς να κάνεις ό,τι σου αρέσει μέχρι να γυρίσω σπίτι. Μετά θα καθαρίσουμε. |
like doing [sth], like to do [sth] v expr | (activity: enjoy) (να κάνω κάτι) | μου αρέσει, μ' αρέσει αντων + ρ μ |
| | αρέσει σε κάποιον να κάνει κάτι περίφρ |
| Liz likes cooking Thai food. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μου αρέσει να παίζω ποδόσφαιρο. |
| Στη Λιζ αρέσει να μαγειρεύει ταϊλανδέζικο φαγητό. |
like prep | informal (in the same way as) | όπως επίρ |
| | σαν πρόθ |
| She talks like her brother. |
| Μιλάει όπως και ο αδερφός της. |
| Μιλάει σαν τον αδερφό της. |
like adv | US, slang (approximately, more or less) | περίπου επίρ |
| (μτφ, καθομιλουμένη) | πάνω-κάτω, γύρω σε έκφρ |
| He's like six feet tall. |
| Είναι ψηλός, περίπου ένα κι ογδόντα. |
| Είναι ψηλός, πάνω-κάτω ένα κι ογδόντα. |
| Είναι ψηλός, γύρω στο ένα κι ογδόντα. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
like adj | formal (the same, identical) | ίδιος επίθ |
| | πανομοιότυπος επίθ |
| | ολόιδιος επίθ |
| This match pits two teams of like ability against one another. |
| Σε αυτό τον αγώνα θα αγωνιστούν δύο ομάδες ίδιας δυναμικότητας. |
the like n | (something similar) | κάτι παρόμοιο περίφρ |
| | κάτι τέτοιο περίφρ |
| What a strange car. I've never seen the like. |
like adj | formal (similar) | όμοιος επίθ |
| (σχεδόν όμοιος) | παρόμοιος επίθ |
| Like poles repel; opposite poles attract. |
| Οι όμοιοι πόλοι απωθούνται και οι αντίθετοι έλκονται. |
like adj | formal (analogous, comparable) | παρόμοιος, αντίστοιχος, ανάλογος επίθ |
| Writing poems, odes, and like forms requires linguistic skills and imagination. |
| Για να γράψει κανείς ποιήματα, ωδές και άλλα παρόμοια (or: αντίστοιχα) έργα, απαιτούνται γλωσσολογικές ικανότητες και φαντασία. |
like adv | UK, regional, slang (as it were) (καθομιλουμένη) | ας πούμε, κατά κάποιον τρόπο, να το πω κι έτσι έκφρ |
| (αργκό) | να πούμε έκφρ |
| But I really wanted that job, like. |
| Ήθελα πολύ αυτή τη δουλειά, να το πω κι έτσι. |
| Ήθελα πολύ αυτή τη δουλειά, να πούμε. |
like to do [sth] expr | US, regional (almost) | παραλίγο να κάνω κτ περίφρ |
| | κόντεψα να κάνω κτ περίφρ |
| The poor kid like to froze. |
like n | (counterpart) | αντίστοιχος, όμοιος επίθ ως ουσ |
| | ομόλογος επίθ ως ουσ |
| I don't think they have his like in any other firm. |
| Δεν νομίζω ότι υπάρχει αντίστοιχός (or: όμοιος) του σε άλλη εταιρεία. |
like n | (equal) | όμοιος, αντίστοιχος επίθ ως ουσ |
| He is the kindest man I know. I have never met his like. |
| Είναι ο πιο ευγενικός άνθρωπος που γνωρίζω. Δεν έχω συναντήσει ποτέ όμοιό του. |
like n | (social media: approval) | like ουσ ουδ άκλ |
| I posted a photo and it got 60 likes. |
the likes of [sb] npl | informal (people similar to [sb]) | άτομα του ίδιου είδους με κπ, άτομα της ίδιας πάστας με κπ περίφρ |
| | άτομα όπως κπ, άτομα σαν κπ περίφρ |
| (εννοείται το πρόσωπο) | τέτοια άτομα περίφρ |
| My mother wouldn't let me go round with the likes of him. You'll end up in trouble if you go out with the likes of her. |
like prep | (in the way that) | όπως επίρ |
| It was hot again today, like summer should be. |
| Έκανε ξανά ζέστη σήμερα, όπως πρέπει να είναι το καλοκαίρι. |
like prep | (intensifier) | σαν προθ |
| He ran like hell. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έτρεχε σαν τρελός. |
like prep | informal (such as) | όπως επίρ |
| | σαν πρόθ |
| So you want a new challenge; like what? I visited many famous monuments on my trip to France, like the Eiffel Tower. |
| Ψάχνεις για μια νέα πρόκληση; Όπως; // Επισκέφθηκα πολλά διάσημα μνημεία στο ταξίδι μου στη Γαλλία, όπως τον Πύργο του Άιφελ. |
| Ψάχνεις για μια νέα πρόκληση; Σαν τι; |
be like v expr | slang (say: expressing attitude) (καθομιλουμένη) | σα να λέω έκφρ |
| | λέω ρ αμ |
| He was like, "I don't want to do that". |
| Ήταν σα να έλεγε, «Δε θέλω να το κάνω αυτό». |
like [sth]⇒ vtr | (social media: favorite) | κάνω Like περίφρ |
Σχόλιο: Sometimes used in speech marks |
| I wished Danny a happy birthday and he "liked" my post. |